ταβλαδόρος

ταβλαδόρος
ο
θηλ και -ισσα
1. αυτός που παίζει τάβλι: Πολύ θόρυβο κάνουν οι ταβλαδόροι με τις φωνές τους.
2. ο ικανός στο τάβλι παίχτης: Αυτός όλο κερδίζει στο τάβλι, είναι ταβλαδόρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταβλαδόρος — ο, θηλ. ταβλαδόρα και ταβλαδόρισσα, Ν 1. αυτός που παίζει συχνά τάβλι 2. (κατ επέκτ.) ικανός στο τάβλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάβλι + κατάλ. δόρος (< βεν. κατάλ. dore), πρβλ. σαλτα δόρος, τζογα δόρος] …   Dictionary of Greek

  • ταβλιστής — ο, ΝΑ [ταβλίζω] νεοελλ. ταβλαδόρος αρχ. αυτός που παίζει ζάρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”